τυροπώλης

τυροπώλης
ο, ΝΑ
αυτός που πωλεί τυρί, τυράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυροπώλης — τῡροπώλης , τυροπώλης cheesemonger masc nom sg τῡροπώλης , τυροπωλέω sell like cheese imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροπώλης — ο ο πωλητής τυριού, ο τυρέμπορος, ο τυράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυροπωλικώς — Α επίρρ. όπως ο τυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *τυροπωλικός (< τυροπώλης)] …   Dictionary of Greek

  • τυροπώλας — τῡροπώλᾱς , τυροπώλης cheesemonger masc acc pl τῡροπώλᾱς , τυροπώλης cheesemonger masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • τυράς — Αρχαία πόλη του Εύξεινου Πόντου, στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Ήταν αποικία των Μηλισίων και αργότερα υποτάχθηκε στον Λυσίμαχο. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Τυρανοί. Πολλοί ιστορικοί ερευνητές προσδιορίζουν την ακριβή της θέση κοντά στο… …   Dictionary of Greek

  • τυροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης τυριού, τυράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τυροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τυροπωλώ — έω, Α [τυροπώλης] 1. πουλώ τυρί 2. μτφ. πουλώ κάτι όπως θα πουλούσα τυρί («ποιητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • τυράς — ο πληθ. άδες, ο τυροπώλης, ο τυρέμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”